„κουμπώνω“: μεταβατικό ρήμα κουμπώνω [kumˈbono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) knöpfen (zu)knöpfen κουμπώνω κουμπώνω ejemplos κουμπώνω ως πάνω zubekommen κουμπώνω ως πάνω