κορυφογραμμή
[korifoɣraˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Gratαρσενικό | Maskulinum, männlich mκορυφογραμμήBergkammαρσενικό | Maskulinum, männlich mκορυφογραμμήGebirgsrückenαρσενικό | Maskulinum, männlich mκορυφογραμμήκορυφογραμμή