κορνίζα
[korˈniza]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- (Bilder-)Rahmenαρσενικό | Maskulinum, männlich mκορνίζακορνίζα
- Simsαρσενικό | Maskulinum, männlich mκορνίζα για τζάκικορνίζα για τζάκι