κοπή
[koˈpi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Schneidenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκοπή κόψιμοκοπή κόψιμο
- Fällenαρσενικό | Maskulinum, männlich mκοπή δέντρουκοπή δέντρου
- Prägenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκοπή νομισμάτωνκοπή νομισμάτων
ejemplos
- κοπή ξυλείαςHolzhackenουδέτερο | Neutrum, sächlich n