κοίλος
[ˈkjilos], κοίλη, κοίλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- hohlκοίλοςκοίλος
ejemplos
-
- κοίλο κάτοπτροουδέτερο | Neutrum, sächlich nHohlspiegelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κοίλο κεραμίδιουδέτερο | Neutrum, sächlich nHohlziegelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos