„κνησμός“: αρσενικό κνησμός [knizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Jucken Juckenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κνησμός κνησμός