κλονισμός
[klonizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Erschütterungθηλυκό | Femininum, weiblich fκλονισμόςκλονισμός
ejemplos
- νευρικός κλονισμόςNervenzusammenbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m