„καυχιέμαι“: αποθετικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα καυχιέμαι [kafˈçeme]αποθετικό ρήμα | Deponens depαμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) angeben, prahlen angeben (για mit) καυχιέμαι prahlen (για mit) καυχιέμαι καυχιέμαι