„κατοικίζω“: μεταβατικό ρήμα κατοικίζω [katiˈkjizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) bevölkern bevölkern κατοικίζω κατοικίζω