κατεχόμενος
[kateˈxomenos], κατεχόμενη, κατεχόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- besetztκατεχόμενος στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατκατεχόμενος στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ