καταχρεωμένος
[kataxreoˈmenos], καταχρεωμένη, καταχρεωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- verschuldetκαταχρεωμένος οικονομία | Wirtschaftοικονκαταχρεωμένος οικονομία | Wirtschaftοικον