καταναλωτής
[katanaloˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Verbraucherαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαταναλωτήςKonsumentαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαταναλωτήςκαταναλωτής