„καταζήτηση“: θηλυκό καταζήτηση [kataˈzitisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Fahndung Fahndungθηλυκό | Femininum, weiblich f καταζήτηση καταζήτηση