„καταβρέχω“: μεταβατικό ρήμα καταβρέχω [kataˈvrexo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) spritzen, ganz nass machen, sprengen spritzen, ganz nass machen καταβρέχω βρέχω τελείως καταβρέχω βρέχω τελείως sprengen καταβρέχω γρασσίδι καταβρέχω γρασσίδι