καταβολή
[katavoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Aufwendungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταβολή δυνάμεων, κόπουκαταβολή δυνάμεων, κόπου
- Schwächungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταβολή εξάντλησηκαταβολή εξάντληση
- Einzahlungθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταβολή πληρωμή ποσούκαταβολή πληρωμή ποσού
ejemplos
- καταβολή αποζημίωσηςEntschädigungszahlungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- καταβολή διατροφήςUnterhaltszahlungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- καταβολή δύναμηςKraftaufwandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos