„κατέχω“: μεταβατικό ρήμα κατέχω [kaˈtexo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) besitzen, innehaben, besetzen, besetzt halten, beherrschen besetzen, bekleiden besitzen, innehaben κατέχω έχω κατέχω έχω besetzen, besetzt halten κατέχω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ κατέχω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ beherrschen κατέχω γλώσσα κατέχω γλώσσα besetzen, bekleiden κατέχω θέση, αξίωμα κατέχω θέση, αξίωμα