κατάργηση
[kaˈtarjisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Abschaffungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάργησηAufhebungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάργησηκατάργηση
- Streichungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάργηση επιδόματοςκατάργηση επιδόματος