κανονικός
[kanoniˈkos], κανονική, κανονικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- regelmäßigκανονικός τακτικόςκανονικός τακτικός
- κανονικός που δεν απέχει από το συνηθισμένο
ejemplos
- κανονική θερμοκρασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fNormaltemperaturθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κανονικός κληρικόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m θρησκεία | ReligionθρησκOrdinariusαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κανονικός στο ύψος
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos