„καμάκι“: ουδέτερο καμάκι [kaˈmakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Harpune, Aufreißer Harpuneθηλυκό | Femininum, weiblich f καμάκι καμάκι Aufreißerαρσενικό | Maskulinum, männlich m καμάκι οικείο | umgangssprachlichοικ καμάκι οικείο | umgangssprachlichοικ ejemplos κάνω καμάκι σε κάποιον οικείο | umgangssprachlichοικ jemanden aufreißen κάνω καμάκι σε κάποιον οικείο | umgangssprachlichοικ