καλόπιστος
[kaˈlopistos], καλόπιστη, καλόπιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- gutgläubigκαλόπιστοςκαλόπιστος
- gut gemeintκαλόπιστος συμβουλή, κριτικήκαλόπιστος συμβουλή, κριτική