„καλοπληρωμένος“ καλοπληρωμένος [kalopliroˈmenos], καλοπληρωμένη, καλοπληρωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) hoch bezahlt, gut bezahlt hoch bezahlt, gut bezahlt καλοπληρωμένος καλοπληρωμένος