„καλομαθημένος“ καλομαθημένος [kalomaθiˈmenos], καλομαθημένη, καλομαθημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) verwöhnt verwöhnt καλομαθημένος καλομαθημένος