„κακοαναθρεμμένος“ κακοαναθρεμμένος [kakoanaθreˈmenos], κακοαναθρεμμένη, κακοαναθρεμμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) verzogen, ungezogen, schlecht erzogen verzogen, ungezogen, schlecht erzogen κακοαναθρεμμένος κακοαναθρεμμένος