„κακία“: θηλυκό κακία [kaˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Bosheit, Schlechtigkeit Bosheitθηλυκό | Femininum, weiblich f κακία κακία Schlechtigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f κακία κακία ejemplos κρατώ κακία es übel nehmen (σε κάποιον jemandem) κρατώ κακία κρατώ κακία grollen (σε κάποιον jemandem) κρατώ κακία