καθολικός
[kaθoliˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, καθολική, καθολικόVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- katholischκαθολικός θρήσκευμακαθολικός θρήσκευμα
¡Muchas gracias por su comentario!