καθιστώ
[kaθisˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; αόριστος | Aoristaor; κατέστησα>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- einrichtenκαθιστώ εγκαθιστώκαθιστώ εγκαθιστώ
- machen zuκαθιστώ κάνωκαθιστώ κάνω
- einsetzenκαθιστώ κληρονόμοκαθιστώ κληρονόμο
ejemplos