καθηγητής
[kaθijiˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, καθηγήτρια [kaθiˈjitria]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Professorαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθηγητής πανεπιστημίουκαθηγητής πανεπιστημίου
- (Gymnasial-)Lehrerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκαθηγητής γυμνασίουκαθηγητής γυμνασίου