„Καζανόβας“: αρσενικό Καζανόβας [kazaˈnovas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Casanova Casanovaαρσενικό | Maskulinum, männlich m Καζανόβας Καζανόβας