„καγχασμός“: αρσενικό καγχασμός [kaŋxazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Gekicher Gekicherουδέτερο | Neutrum, sächlich n καγχασμός καγχασμός