„κάρο“: ουδέτερο κάρο [ˈkaro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Karren Karrenαρσενικό | Maskulinum, männlich m κάρο κάρο ejemplos τα μαθήματα ιππασίας κοστίζουν ένα κάρο λεφτά οικείο | umgangssprachlichοικ die Reitstunden laufen ganz schön ins Geld τα μαθήματα ιππασίας κοστίζουν ένα κάρο λεφτά οικείο | umgangssprachlichοικ κάρο μεταφοράς σανού Heuwagenαρσενικό | Maskulinum, männlich m κάρο μεταφοράς σανού