„κάμπτω“: μεταβατικό ρήμα κάμπτω [ˈkampto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) biegen, beugen, umgehen biegen κάμπτω κάμπτω beugen κάμπτω χέρι, γόνατο, κ., εξουδετερώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ κάμπτω χέρι, γόνατο, κ., εξουδετερώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ umgehen κάμπτω δρόμο κάμπτω δρόμο „κάμπτω“: αμετάβατο ρήμα κάμπτω [ˈkampto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) abbiegen abbiegen κάμπτω στρίβω κάμπτω στρίβω