ιστιοπλοΐα
[istioploˈia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Segelnουδέτερο | Neutrum, sächlich nιστιοπλοΐα αθλητισμός | SportαθλSegelsportαρσενικό | Maskulinum, männlich mιστιοπλοΐα αθλητισμός | Sportαθλιστιοπλοΐα αθλητισμός | Sportαθλ