ιδιότητα
[iðiˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Eigenschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fιδιότηταιδιότητα
ejemplos
- ιδιότητεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υEinstellungenπληθυντικός | Plural pl
- ιδιότητα μέλουςZugehörigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ιδιότητα του χαρακτήραCharakterzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m