ιδιοτέλεια
[iðioˈtelia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Eigennutzαρσενικό | Maskulinum, männlich mιδιοτέλειαBerechnungθηλυκό | Femininum, weiblich fιδιοτέλειαιδιοτέλεια