θόρυβος
[ˈθorivos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Geräuschουδέτερο | Neutrum, sächlich nθόρυβοςθόρυβος
- Larmαρσενικό | Maskulinum, männlich mθόρυβος φασαρίαKrachαρσενικό | Maskulinum, männlich mθόρυβος φασαρίαθόρυβος φασαρία
- Aufsehenουδέτερο | Neutrum, sächlich nθόρυβος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφθόρυβος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ