θυγατρικός
[θiɣatriˈkos], θυγατρική, θυγατρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- θυγατρική εταιρείαθηλυκό | Femininum, weiblich fTochtergesellschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fTochterfirmaθηλυκό | Femininum, weiblich f
- θυγατρικός οργανισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mUnterorganisationθηλυκό | Femininum, weiblich f