„θριαμβευτικός“ θριαμβευτικός [θriamveftiˈkos], θριαμβευτική, θριαμβευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) triumphal triumphal θριαμβευτικός θριαμβευτικός ejemplos θριαμβευτική πομπήθηλυκό | Femininum, weiblich f Siegeszugαρσενικό | Maskulinum, männlich m θριαμβευτική πομπήθηλυκό | Femininum, weiblich f