„θλίψη“: θηλυκό θλίψη [ˈθlipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Betrübnis, Leid, Kummer, Trauer Betrübnisθηλυκό | Femininum, weiblich f θλίψη Kummerαρσενικό | Maskulinum, männlich m θλίψη θλίψη Leidουδέτερο | Neutrum, sächlich n θλίψη πόνος θλίψη πόνος Trauerθηλυκό | Femininum, weiblich f θλίψη πένθος θλίψη πένθος