„θερίζω“: μεταβατικό ρήμα θερίζω [θeˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) mähen, ernten mähen θερίζω θερίζω ernten θερίζω αποκομίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ θερίζω αποκομίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ