θεμελιώδης
[θemeliˈoðis], θεμελιώδης, θεμελιώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- grundlegend, Grund-, fundamentalθεμελιώδηςθεμελιώδης
ejemplos
- θεμελιώδες δίκαιοουδέτερο | Neutrum, sächlich nGrundrechtουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- θεμελιώδες έργοουδέτερο | Neutrum, sächlich nStandardwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- θεμελιώδης απόφασηθηλυκό | Femininum, weiblich fGrundsatzentscheidungθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos