„ησυχάζω“: μεταβατικό ρήμα ησυχάζω [isiˈxazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -σμένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) beruhigen beruhigen ησυχάζω καθησυχάζω ησυχάζω καθησυχάζω „ησυχάζω“: αμετάβατο ρήμα ησυχάζω [isiˈxazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -σμένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ruhen, sich ausruhen, sich beruhigen ruhen, sich ausruhen (από von) ησυχάζω αναπαύομαι ησυχάζω αναπαύομαι sich beruhigen ησυχάζω γίνομαι ήσυχος ησυχάζω γίνομαι ήσυχος ejemplos ησύχασε! beruhige dich! ησύχασε!