„ηγεμονικός“ ηγεμονικός [ijemoniˈkos], ηγεμονική, ηγεμονικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) herrschaftlich herrschaftlich ηγεμονικός ηγεμονικός