„ζυγός“: αρσενικό ζυγός [ziˈɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Waage Waageθηλυκό | Femininum, weiblich f ζυγός ζυγαριά ζυγός ζυγαριά ejemplos Ζυγός αστρονομία | Astronomieαστρον αστρολογία | Astrologieαστρολ Waageθηλυκό | Femininum, weiblich f Ζυγός αστρονομία | Astronomieαστρον αστρολογία | Astrologieαστρολ ζυγός δίσκων Balkenwaageθηλυκό | Femininum, weiblich f ζυγός δίσκων
„ζυγός“ ζυγός [ziˈɣos], ζυγή, ζυγόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) gerade gerade ζυγός αριθμός ζυγός αριθμός