„ζηλωτής“: αρσενικό ζηλωτής [ziloˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Eiferer Eifererαρσενικό | Maskulinum, männlich m ζηλωτής ζηλωτής