„ζελέ“: ουδέτερο ζελέ [zeˈle]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, ζελές [zeˈles] <-έδες>αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Gelee Geleeαρσενικό και ουδέτερο | Maskulinum und Neutrum m/n ζελέ ζελέ