ζαρώνω
[zaˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- zerknitternζαρώνωζαρώνω
- ζαρώνω χαρτί, ύφασμα
- runzelnζαρώνω μέτωποζαρώνω μέτωπο
ζαρώνω
[zaˈrono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -θηκα; -μένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Falten bekommenζαρώνω πρόσωπο, δέρμαζαρώνω πρόσωπο, δέρμα
- knitternζαρώνω ρούχαζαρώνω ρούχα
- sich verkriechen, sich (zusammen)kauernζαρώνω μαζεύομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφζαρώνω μαζεύομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ