„εφόρμηση“: θηλυκό εφόρμηση [eˈformisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Ansturm Ansturmαρσενικό | Maskulinum, männlich m εφόρμηση εφόρμηση