εφεδρικός
[efeðriˈkos], εφεδρική, εφεδρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- εφεδρική γεννήτριαθηλυκό | Femininum, weiblich f ρεύματοςNotstromaggregatουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- εφεδρικό δοχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich nReservetankαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εφεδρικός τροχόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mReservereifenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos