„ευσυγκίνητος“ ευσυγκίνητος [efsiŋˈgjinitos], ευσυγκίνητη, ευσυγκίνητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) rührselig rührselig ευσυγκίνητος ευσυγκίνητος