„ευέλικτος“ ευέλικτος [eˈveliktos], ευέλικτη, ευέλικτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) beweglich, flexibel beweglich ευέλικτος ευέλικτος flexibel ευέλικτος και | undκ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ευέλικτος και | undκ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ